Οι πρώτες μορφές τοιχοποιίας ήταν πλέγματα από κλαδιά και λεπτούς κορμούς δέντρων, τα κενά των οποίων γέμιζαν και από τις δυο πλευρές με πεταχτή λάσπη. Οι τοιχοποιίες αυτές, στην πιο εξελιγμένη τους μορφή υπήρχαν ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Χρησίμευαν ως εσωτερικοί τοίχοι και λέγονταν μπαγδατί ή τσατμάδες (εικ. 1.1.).
Στην αρχή οι κτιστοί τοίχοι ήταν πέτρινοι, χωρίς ιδιαίτερη τεχνική στην επεξεργασία και τη δόμηση της πέτρας. Στους αναπτυγμένους πολιτισμούς, της Αιγύπτου και αρχαίας Ελλάδας, οι λιθοδομές στα μνημεία ήταν απόλυτα ακριβείς χωρίς να απαιτείται κονίαμα στους αρμούς (εικ. 1.2.).
Η δυσκολία επεξεργασίας και εξόρυξης της πέτρας, σύντομα οδήγησε στην ανακάλυψη των πλίνθων. Αρχικά οι πλίνθοι ήταν χειροποίητοι από άψητη άργιλο, ενώ στη συνέχεια τυποποιήθηκαν με τη χρήση καλουπιού και έγιναν πιο ανθεκτικοί μετά από επεξεργασία (ψήσιμο και συχνά τη χρήση συνδετικού υλικού όπως το άχυρο). Σχετικά είναι τα ευρήματα από τη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο, τους πρώτους οικισμούς των Βαβυλωνίων αλλά και από τη Μικρά Ασία, την Ελλάδα και αλλού.
Η τεχνική ψησίματος της αργίλου για τη δημιουργία τούβλου χρησιμοποιήθηκε αργότερα συστηματικά και κατέληξε την εποχή των Ρωμαίων σε κατασκευές σαν το Κολοσσαίο.
Οι πλινθοδομές επεκράτησαν των λιθοδομών τον 20ο αιώνα κυρίως για λόγους οικονομίας και ευκολίας της κατασκευής. Σήμερα υπάρχουν αρκετά είδη τοιχοποιίας που χρησιμοποιούνται ανάλογα με τη χρήση του κτιρίου.